διακένων

διακένων
διάκενος
empty
masc/fem/neut gen pl
διακενόω
empty outright
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
διακενόω
empty outright
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πορώδης — ες, ΝΜΑ [πόρος] 1. ο γεμάτος πόρους (α. «λίθος πορώδης β. «δέρμα πορώδες») 2. το ουδ. ως ουσ. το πορώδες το να είναι κάτι πορώδες, η ιδιότητα τού πορώδους νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. α) (εδαφολ.) η αναλογία τού όγκου τών διακένων τού εδάφους τα… …   Dictionary of Greek

  • ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • πορώδες — Μικρά διάκενα μέσα στα στερεά σώματα, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα, που διακρίνονται είτε μακροσκοπικά είτε μικροσκοπικά. Παραδείγματα μακροσκοπικού π. είναι οι σπόγγοι, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα) κλπ.· το π. σε βαθμό μικροσκοπικής παρατήρησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”